- κουτσοπίνω
- κουτσόπια, κουτσοπιώθηκα, κουτσοπιωμένος, πίνω λίγο λίγο, πίνω κρασί σιγά σιγά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουτσοπίνω — βλ. πίν. 167 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουτσοπίνω — (σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + πίνω] … Dictionary of Greek
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek
διαπίνω — (Α) 1. παραβγαίνω με κάποιον στο ποτό 2. πίνω κατά διαλείμματα ή λίγο λίγο, κουτσοπίνω 3. κάνω πρόποση … Dictionary of Greek
επιψακάζω — ἐπιψακάζω (Α) 1. επιψεκάζω* 2. (για κρασί) πίνω σιγά σιγά, κουτσοπίνω («ἢν οἱ παῑδες μικραῑς κύλιξι πυκνά ἐπιψακάζωσιν», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
υποβρέχω — Α 1. (για μέθυσο) πίνω λιγάκι, κουτσοπίνω («τὸ λοιπόν τῆς ἡμέρας ὑποβρέχει», Άλεξ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ὑποβεβρεγμένος, η, ον ελαφρά μεθυσμένος … Dictionary of Greek